Μάσα Καλέκο: Η παραγνωρισμένη «λυρική
ρεπόρτερ»
Λεξικά, τόμοι και ανθολογίες ποίησης σπανίως περιλαμβάνουν την ποιήτρια Μάσα Καλέκο (Mascha Kaléko), κάτι που δε σχετίζεται με την αξία του έργου της, παρά μάλλον με την
αμηχανία και την αδυναμία της κριτικής να λάβει στα σοβαρά τη σατιρική ποίηση
και τη σάτιρα γενικότερα. Η Καλέκο γεννήθηκε στην Πολωνία το 1907 από Εβραίους
γονείς, οι οποίοι εφτά χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία. Στο
Βερολίνο, η Καλέκο συμμετείχε στους λογοτεχνικούς κύκλους κι άρχισε να εκδίδει
ποίηση από το 1929. Πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου μετανάστευσε στις
ΗΠΑ, αργότερα μετέβη στο Ισραήλ και πέθανε το 1975 στη Ζυρίχη. Όπως και η
–εξίσου Εβραία– Ρόζε Άουσλέντερ, η Καλέκο δε γνώρισε και συνεχώς αναζητούσε μια
πατρίδα. Όταν το 1956 βρέθηκε ξανά στο Βερολίνο και τη ρώτησαν πώς νιώθει για
την επιστροφή της στην πόλη που θεωρούσε πατρίδα της, εκείνη απάντησε: «Κι όλοι
με ρωτούν πώς βρίσκω το Βερολίνο. Πώς το βρίσκω; Μα το ψάχνω ακόμη!» Η Καλέκο έγραψε
ποίηση χρηστική, ποίηση της καθημερινότητας και για τον καθημερινό άνθρωπο που
δεν έχει απαραιτήτως σε μεγάλη εκτίμηση την υψηλή τέχνη. Θέματά της είναι τα
κοινά θέματα της ποίησης: έρωτας, θάνατος, μοναξιά, απογοήτευση. Αυτό που την
ξεχωρίζει, είναι το ιδιαίτερο ύφος της, ο σατιρικός και σαρκαστικός τόνος της,
αλλά και η πραγματικότητα που περιγράφει. Είναι η πραγματικότητα του μέσου
ανθρώπου-υπαλλήλου, αν όχι η πικρή καθημερινότητα των γραμματέων (και η ίδια
υπήρξε γραμματέας), των ανθρώπων με τα μικρά όνειρα, τις περιορισμένες
δυνατότητες. Πολλοί βρίσκουν στην Καλέκο επιρροές από τους συγχρόνους της,
κυρίως όμως είναι προφανής η συγγένειά της με τον –εξίσου παραγνωρισμένο κι
όμως μοναδικό σατιρικό ποιητή– Έριχ Κέστνερ (Erich Kästner). Αν και από τη μια οι
Γερμανοί –τουλάχιστον το προτεσταντικό κομμάτι του πληθυσμού– χαρακτηρίζονται
από την αυτομαστίγωση, από την άλλη κατακρίνουν ή αδιαφορούν για οτιδήποτε σατιρικό,
θεωρώντας το ‘μη σοβαρό’, άποψη που υπερισχύει και στο λογοτεχνικό σινάφι εντός
κι εκτός γερμανικών συνόρων. Πέραν τούτου, η ελλιπής διάδοση της σατιρικής
ποίησης οφείλεται επιπλέον στο γεγονός ότι αυτή η απολαυστική ποίηση, με το
κριτικό περιεχόμενο και την απαιτητική μορφή του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας,
είναι δυσκολομετάφραστη. Το ποίημα «Αγάπη στη μεγαλούπολη» μάς θύμισε ένα άλλο
ποίημα που έχουμε μεταφράσει, τα «Μάτια στη μεγαλούπολη» του Τουκόλσκι (Kurt Tucholsky) κι όχι άδικα.
Σόλο για γυναικεία
φωνή
Σαν θα φύγεις, έξω –αχ!– θα βρέχει.
Μοναξιά στα τζάμια θα σταλάζει.
Την κακή μου τύχη δεν θα νοιάζει
πως η αφεντιά μου δεν θα σ’ έχει.
Σαν σίφουνας πώς μπήκες στη ζωή μου
και σάρωσες πατώματα και τοίχους.
Μου πήρες και τη στέγη και τους στίχους
και τίποτα δεν άφησες. Αλί μου!
Ας πέθανα χιλιάδες δυο φορές,
δεν θέλησα την τύχη να πετάξω
που δίπλα μου σε είχα. Να φωνάξω
τα λόγια σου που γίναν εκδορές;
Αγάπη στη μεγαλούπολη
Γνωρίζονται στα πεταχτά, τυχαία
και δίνουν ύστερα το ραντεβού.
To κάτι που θα ονόμαζες «μοιραία»
τους κάνει αχώριστους και είναι ωραία.
Η δεύτερη φορά τούς βρίσκει αλλού.
Πολλή η χαρά, και μες στο γκρι της μέρας
το βράδυ περιμένουν πώς και πώς.
Μοιράζονται τις έγνοιες και το πέρας
του παζαριού της αύξησης· «Το τέρας!»
Τα λένε στο τηλέφωνο ευθαρσώς.
Μες στη βουή του δρόμου συναντιούνται,
αφού στο σπίτι μένουν αλλωνών.
Με μηχανές και τραμ αναμετριούνται,
οι θείες και οι γειτόνοι τους καυχιούνται
ανέγγιχτοι πως φεύγουνε και τρων’.
Φιλιούνται πού και πού σ’ ένα παγκάκι
και στην καλύτερη μες στο λουτρό.
Ο έρωτας, της Κυριακής παιδάκι,
το μέλλον δεν φαντάζει παιχνιδάκι,
τα λόγια μετρημένα. «Το μετρό!»
Λουλούδια δεν δωρίζουν και καρδούλες,
-κορώνα ή γράμματα;-, δεν ρίχνουν κέρμα,
της Κυριακής μπουχτίσαν τις βολτούλες.
Με του ταχυδρομείου τις καρτούλες
ή με sms το στέλνουνε το «τέρμα!».
Η τελευταία φορά
Το βράδυ αυτό ποτέ δεν θα ξεχάσω,
σκληρό πολύ της μνήμης το κλουβί.
«Αντίο» είπες κι έβγαλες τον άσσο.
Το ήξερα, κι ας έμεινα βουβή.
Σαν βγήκα στο δρομάκι είδα αστέρια
στον ουρανό νεκρά, μεταλλικά.
Μονάχα από μια κρύα γκαρσονιέρα
το φως στα μάτια έπεφτε εχθρικά.
Το βλέμμα σου το ένιωσα απ’ το τζάμι
επάνω μου να έχει κλειδωθεί.
Πατσίσαμε, και ποιος να μας συνδράμει;
Καμιά ελπίδα η σχέση να σωθεί.
Οι δυο μας τώρα μόνοι μας θα ζούμε.
Το όνειρο μάς μένει το ζεστό
κι ο χώρος επιπλέον που ποθούμε
ο Άλλος να γεμίζει. Ν’ αρκεστώ;
‘Καινούργια αρχή μετά τα τρία έτη’:
τι ψύχραιμα που
σκέφτηκα αρχικά!
Μεσάνυχτα στο σπίτι μπαίνω ρέστη
και στα άδεια μου σεντόνια τραγικά.
Θυμάμαι, ήταν τέσσερις Γενάρη
που χάθηκε η καρδιά μου οριστικά.
Ακόμη κι αν ερχόμουν απ’ τον Άρη,
θα έκανα τα ίδια, λογικά...
Εισαγωγή/ μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: "Οι γυναίκες της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίας" στο Athens Books' Journal, τεύχος 74.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου