Μια Aνατολικογερμανίδα δίχως αυταπάτες
Η Κρίστα Βόλφ, το γένος
Ίλενφελντ (Christa Wolf, Ihlenfeld), γεννήθηκε το 1929 σε ένα χωριό που σήμερα ανήκει στην Πολωνία. Οι
Γερμανοί γονείς της αναγκάστηκαν μετά το τέλος του Πολέμου να μεταφερθούν σε
γερμανικό έδαφος, οπότε εγκαταστάθηκαν στο Μέκλενμπουργκ, το οποίο αργότερα θα
ανήκε στην Ανατολική Γερμανία. Έτσι, η Βολφ μεγάλωσε υπό το ναζιστικό
καθεστώς και ενηλικιώθηκε υπό το σοσιαλιστικό. Παρά τις μετέπειτα διαψεύσεις
της, ήταν περήφανη και επέμενε στο χαρακτηρισμό της όχι ως Γερμανίδας, αλλά ως
Ανατολικογερμανίδας συγγραφέα, συγγραφέα δηλαδή της πρώην DDR. Ανήκοντας στους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς, κατέδειξε τις
τραγικές συνέπειες για το άτομο από τη διαμάχη των αντικρουόμενων καθεστώτων
που βίωσε, ενώ στόχος της ήταν η αναζήτηση του εαυτού και της αλήθειας. Η ίδια
χρησιμοποιήθηκε (ανεπιτυχώς) από τα Ες Ες (SS) ως
πληροφοριοδότης, ενώ ταυτόχρονα πακολουθούνταν για σχεδόν τριάντα χρόνια! Από
την άλλη, ενώ πίστευε στο σοσιαλισμό και μάλιστα δραστηριοποιούνταν πολιτικά,
το καθεστώς ήταν καχύποπτο απέναντί της επειδή έθετε ερωτήματα και δεν
αποδεχόταν δουλικά τις γραμμές του. Έτσι, η Βολφ έζησε επανειλημμένα το μοτίβο
απογοήτευση-κατάθλιψη-απομόνωση-ενδοσκόπηση, από το οποίο γεννήθηκαν τα
περισσότερα βιβλία της, όπως και η πίστη της όχι σε κάποιο δόγμα, αλλά στη
δύναμη οργανώσεων από τη βάση. Κάτι ανάλογο διατύπωσε ο Δαλάι Λάμα στην πιο
πρόσφατη συνέντευξή του, όπου τόνισε την ανάγκη αντικατάστασης των θρησκειών από
ένα πανανθρώπινο ήθος. Πάντως, μέσα από μια τέτοια περίοδο κατάθλιψης μετά την
11η Ολομέλεια του Κόμματος το 1965, προέκυψε ένα βιβλίο-ορόσημο της
Βολφ, από το οποίο επιλέξαμε και μεταφράσαμε τον ‘Πρόλογο’: Συλλογισμοί για την Κρίστα Τ., βιβλίο με
έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που στόχο έχει να αποτυπώσει τη δυσκολία
πραγμάτωσης του εαυτού. Εξαιτίας του βιβλίου, η Βολφ χαρακτηρίστηκε
ατομικίστρια, ενώ το ίδιο αρχικά απαγορεύτηκε στην Ανατολική Γερμανία και στη
συνέχεια κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η Βολφ περιγράφει σε
αυτό την ιστορία της γενιάς της, τις απογοητεύσεις της και τη σύγκρουση ανάμεσα
στην επιθυμία και την αδυναμία επίτευξης ενός στόχου. Η Βολφ ανακάλυψε ένα νέο
είδος εσωτερικότητας, βασιζόμενη τόσο στους συγχρόνους της συγγραφείς, όσο και
στους κλασικούς. Έτσι, χάρη στην αναζήτηση της αλήθειας, την ειλικρίνεια, την
καθαρότητα και την ευαισθησία της, πέρα βέβαια από το καθαρά λογοτεχνικό της
ταλέντο, αναγνωρίστηκε στην ενωμένη πλέον Γερμανία ως μία από τις κορυφαίες
λογοτεχνικές της εκπροσώπους, στο ανάστημα ενός Γκούντερ Γκρας.
Συλλογισμοί για την Κρίστα Τ. – Πρόλογος
Συλλογίζομαι: συν αυτή, λογίζομαι. Για την Απόπειρα να
είσαι ο εαυτός σου. Έτσι γράφει στα ημερολόγιά της, όπως αυτά μας παραδόθηκαν,
στις χαλαρές σελίδες των χειρογράφων της, όπως αυτά βρέθηκαν, ανάμεσα στις
γραμμές επιστολών, όπως τις ξέρω. Και που μου δίδαξαν πως πρέπει την ανάμνησή
της, την ανάμνηση της Κρίστας Τ., να την ξεχάσω. Το χρώμα της ανάμνησης
παραπλανά.
Να τη δηλώσουμε λοιπόν απωλεσθείσα;
Έχω την αίσθηση πως φθίνει. Στο νεκροταφείο του χωριού
της κείται κάτω από τους δύο θάμνους με ιπποφαές, νεκρή μεταξύ νεκρών. Τι
γυρεύει εκεί; Ένα μέτρο γης επάνω της και παραπάνω ο ουρανός του Μεκλεμβούργου,
οι φωνές των πελαργών την άνοιξη, οι καταιγίδες το καλοκαίρι, οι θύελλες το
φθινόπωρο και ύστερα το χιόνι. Φθίνει. Ούτε αφτιά να εισακούσουν τα παράπονα
ούτε μάτια να αντικρίσουνε τα δάκρυα ούτε στόμα να ανταποδώσει κατηγόριες.
Παράπονα και δάκρυα και κατηγόριες λουφάζουν άσκοπα. Τελεσίδικα αγνοημένοι,
αναζητούμε παρηγοριά στη λήθη που την λένε ανάμνηση.
Όμως διαβεβαιώνουμε πως δεν θα ’πρεπε να την
προστατεύσουμε από τη λήθη. Κι ευθύς αρχινούν οι δικαιολογίες: ορθότερο θα ήταν
να πούμε «απ’ το να γίνει η ίδια λήθη». Γιατί εκείνη ξέχασε ή έχει ξεχάσει και
τον εαυτό της και εμάς, τη γη και τον ουρανό, το χιόνι και τη βροχή. Εγώ όμως
τη βλέπω ακόμη. Ακόμη χειρότερα: την έχω εύκαιρη. Πανεύκολα μπορώ να την καλέσω
κι ευθύς εμφανίζεται, πριν από κάθε ζώντα. Αν το θελήσω, θα κινηθεί. Ακούραστα
πορεύεται μπροστά μου, ναι: αυτά είναι τα δικά της ανάερα βήματα, αυτός ο δικός
της ανάλαφρος βηματισμός, και εκεί ‒ιδού η απόδειξις‒ το μεγάλο ασπροκόκκινο
τόπι που κυνηγάει στην παραλία. Αυτό που ακούω δεν είναι φωνές πνευμάτων: Χωρίς
αμφιβολία, είναι εκείνη. Η Κρίστα Τ. Παίρνοντας όρκο και ναρκώνοντας την υποψία
μου, προφέρω το όνομά της και βεβαιώνομαι για την παρουσία της. Κι όμως
ταυτόχρονα το ξέρω: ένα λεπτότατο φιλμ σκιάς ξεπλένεται, ενώ παλιότερα το
έλουζε το αληθινό φως πόλεων, τοπίων και χώρων εσωτερικών. Ύποπτο, ύποπτο, τι
μου προκαλεί αυτόν το φόβο;
Γιατί ο φόβος είναι καινούργιος. Λες και πρόκειται να
πεθάνει ξανά ή εγώ να παραλείψω κάτι σπουδαίο. Πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως για
χρόνια και ζαμάνια παραμένει αναλλοίωτη εντός μου και πως καμιά αλλοίωση δεν
προβλέπεται πια. Σε αντίθεση με μένα, τίποτε και κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν
θα κάνει γκρίζα τα μαύρα και πλούσια μαλλιά της. Τα μάτια της δεν θα τα πατήσει
το πόδι της χήνας. Εκείνη, η μεγαλύτερη απ’ τις δυο μας, ήδη πια νεότερη. Στα
τριανταπέντε της, ανάρμοστα νέα.
Το ξέρω: Αυτός είναι ο αποχωρισμός. Το πράγμα ακόμη
γυρίζει, συρίζει δουλοπρεπώς, μα τίποτε δεν μένει να φωτίσει. Μ’ ένα τράνταγμα,
το φθαρμένο άκρο πετιέται, περιστρέφεται, μια, δυο, σταματάει το μηχανισμό,
μένει να κρέμεται και κινείται λιγάκι στο ελαφρό αεράκι που πάντα φυσά.
Τι λέγαμε; Ο φόβος, ναι.
Παρά τρίχα, θα είχε στ’ αλήθεια πεθάνει. Όμως πρέπει να
μείνει. Αυτή είναι η στιγμή να συνεχίσουμε να τη σκεφτόμαστε, να της
επιτρέψουμε να ζήσει και να μεγαλώσει, όπως συμβαίνει με τον καθένα. Το φθίνον πένθος,
η ανακριβής ενθύμηση και η στο-περίπου γνώση είναι ό,τι πραγματικά ευθύνεται
για το χαμό της. Λογικό. Πορευόταν πάντοτε με τις δικές της δυνάμεις, ήταν
ίδιον του χαρακτήρος της. Την ύστατη στιγμή αναλογίζεται κανείς ν’ ασχοληθεί
μαζί της.
Αναμφισβήτητα ενυπάρχει σε αυτό κάτι από πειθαναγκασμό.
Μα ν’ αναγκαστεί ποιος; Εκείνη; Και για ποιο πράγμα; Να μείνει; Ας αφήσουμε τις
δικαιολογίες στην άκρη. Όχι: να επιτρέψει απλώς να την γνωρίσουν.
Και ας μην υποκριθούμε πως το πράττουμε για χάρη της. Ας
το πούμε μια για πάντα: εκείνη δεν μας έχει ανάγκη. Ας θεωρήσουμε λοιπόν πως το
πράττουμε για μας, γιατί –ως φαίνεται– εμείς είμαστε εκείνοι που τη
χρειάζονται. Στην ύστατη επιστολή μου προς εκείνην –το γνώριζα πως ήταν η ύστατη
μα αγνοούσα το πώς γράφονται οι ύστατες επιστολές– δεν μου ήρθε κάτι άλλο στο
νου από το να την κατηγορήσω που ήθελε ή έπρεπε να φύγει. Έψαξα τρόπους να
εναντιωθώ στην απομάκρυνσή της. Έτσι της θύμισα τη στιγμή που ανέκαθεν θεωρούσα
ως την αρχή της γνωριμίας μας. Ως την πρώτη μας συνάντηση. Αγνοώ αν είχε
προσέξει εκείνη τη στιγμή ή πότε άλλοτε μπήκα στη ζωή της. Ποτέ δεν μιλήσαμε
για το θέμα αυτό.
Εισαγωγή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: "Οι γυναίκες της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίςα", Athens Books' Journal, τεύχος 75.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου