Φλόριαν Μάιμπεργκ, «Ἐλάχιστες ἱστορίες».
Ἡ ἀποθέωση τῆς μινιατούρας
«Γι’ αὐτὸ
ἀπαιτῶ…» Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ΟΗΕ κοίταξαν παγωμένοι τὸν
ὁμιλητή. «Πόλεμο!» Ξέσπασε θύελλα ἀντιδράσεων. Ὁ
διερμηνέας χαμογελοῦσε.
Ο
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Ἄντολφ Γκρήμ, φορέας ἔρευνας καὶ ποιοτικοῦ ἐλέγχου
στὸ χῶρο τῶν ἐπικοινωνιῶν καὶ τῶν ΜΜΕ στὴ Γερμανία,
ἀπένειμε τὸ βραβεῖο διαδικτύου “Grimme Online Award”
γιὰ τὸ ἔτος 2010 σὲ χρήστη τοῦ δικτύου twitter. Τὸ ὄνομα τοῦ
βραβευθέντος; Φλόριαν Μάιμπεργκ (Florian Meimberg). Ὁ Μάιμπεργκ
κέρδισε τὸ βραβεῖο γιὰ τὶς λογοτεχνικές του ἐπιδόσεις, καθὼς
χρησιμοποιεῖ τὸ παραπάνω δίκτυο προκειμένου νὰ κάνει
γνωστὲς στὸ εὐρύτερο κοινό, τὶς «μικρὲς ἱστορίες» του.
Τὸ ἰδιαίτερο στοιχεῖο κι
αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐν προκειμένῳ, δὲν εἶναι τόσο ἡ χρήση
τοῦ συγκεκριμένου μέσου, οὔτε τοῦ δεδομένου δικτύου, ὅσο τὸ
γεγονὸς ὅτι στὸ χῶρο τῆς λογοτεχνίας εἰσάγεται μία ἀκόμη
καινούργια μορφή: αὐτὴ τῶν 140 χαρακτήρων, τῶν κενῶν
συμπεριλαμβανομένων. Μέχρι τώρα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο λάτρεις καὶ
ἐπαΐοντες τῆς λογοτεχνίας εἶχαν ἀκούσει καὶ εἶχαν δεῖ
λογοτεχνία νὰ δημοσιεύεται στὸ διαδίκτυο, συλλογὲς κι
ἀνθολογίες νὰ ἐξελίσσονται σὲ ἱστοσελίδες
«κομμάτι-κομμάτι» καὶ μὲ εὐρὺ κοινό, ἱστολόγια καὶ φόρουμ γιὰ
τὴ λογοτεχνία, ἀκόμα καὶ ἐπεισόδια ὁλόκληρων
μυθιστορημάτων νὰ ἀποστέλλονται μὲ μήνυμα στὸ κινητὸ
τηλέφωνο. Νά, λοιπόν, ποὺ βρίσκονται τώρα ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα
νέο λογοτεχνικὸ φαινόμενο, συντομότερο μάλιστα ἀπὸ ἕνα
μήνυμα κινητοῦ τηλεφώνου, τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπει κατὰ κανόνα
160 χαρακτῆρες.
Διαπιστώνουμε ἔτσι μιὰ
τάση συρρίκνωσης τῶν λογοτεχνικῶν κειμένων στὸ ἐλάχιστο, ἂν
καί, δεδομένων τῶν ἕως τώρα ἐξελίξεων, μᾶλλον θὰ ἔπρεπε
ἀκόμη νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ μὲ τὴ χρήση τῆς λέξης
«ἐλάχιστο». Ποτὲ δὲν ξέρει κανεὶς ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει αὐτὸ κι
ἂς θυμηθοῦμε τὸν Κινέζο μοναχὸ ποὺ ἔγραφε ὁλόκληρο ποίημα
πάνω σὲ κόκκο ρυζιοῦ. Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ μία
ἐξέλιξη, αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Αὐτὸ ποὺ εἶναι λιγότερο βέβαιο
εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ἂν πρόκειται γιὰ μία ἐξέλιξη
στὸν κόσμο τῆς λογοτεχνίας πρὸς τὸ καλύτερο ἢ πρὸς τὸ
χειρότερο. Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ ἂς
ἐξετάσουμε ἀναλυτικότερα τὸ φαινόμενο τῶν «ἐλάχιστων ἱστοριῶν», ὅ,τι ὁ Γερμανὸς συγγραφέας τους προτίμησε ν’
ἀποδώσει μὲ τὸν ἀγγλικὸ τίτλο “tiny tales”.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀξίζει
ν’ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μὲ τὶς συγκεκριμένες ἱστορίες, εἶναι
πὼς μιὰ πιὸ προσεκτικὴ ματιὰ πείθει γιὰ τὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ
αὐθαίρετες ἐκδηλώσεις ἑνὸς κοινοῦ χρήστη τοῦ δικτύου
twitter. Ἀφενὸς ὁ συγγραφέας φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ
ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν τὸ διαφορετικὸ καὶ τὸ καινοτόμο,
ἀφετέρου τὰ κείμενα αὐτὰ καθ’ αὐτὰ διαθέτουν τὴ
φυσιογνωμία λογοτεχνικοῦ εἴδους. Συγκεκριμένα, ὁ
Μάιμπεργκ, ὄντας ἐπιτυχημένος διαφημιστής, εἶναι ἀπολύτως
ἐξοικειωμένος μὲ μιὰ γλώσσα σύντομη, ἄμεση, μεστὴ καὶ
γνωρίζει νὰ χρησιμοποιεῖ μέσα ὅπως τὸ χιοῦμορ, ἡ εἰρωνεία κι
ὁ σαρκασμὸς μὲ ἀρτιότητα. Πρόκειται γιὰ στοιχεῖα πού,
ἐνταγμένα στὰ κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ, δημιουργοῦν τὶς
προϋποθέσεις γιὰ ἕνα ὕφος προσωπικό. Ἐπίσης, ὁ συγγραφέας
εἶναι ἀπόλυτα ἐνημερωμένος κι ἐξοικειωμένος μὲ τὰ νέα
μέσα ἔκφρασης —ἐννοοῦμε ἐδῶ τὶς δυνατότητες ποὺ προσφέρει
τὸ διαδίκτυο—, ὥστε νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ μὲ τρόπο
συγκεκριμένο καὶ δημιουργικό, παράγοντας κάτι
διαφορετικὸ καὶ καινούργιο. Πόσοι σκέφτηκαν ἐξάλλου νὰ
χρησιμοποιήσουν αὐτὴν τὴν πλατφόρμα γιὰ ἕναν τέτοιο σκοπό;
Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κείμενα τοῦ
Μάιμπεργκ, ξεχωρίζουν ὄχι μόνο λόγῳ τῆς πολὺ μικρῆς, τῆς
ἐλάχιστης ἔκτασής τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ σειρὰ ἄλλων γνωρισμάτων.
Πέρα ἀπὸ τὸν ἄμεσο, εἰρωνικό, χιουμοριστικό, σαρκαστικὸ
καὶ κριτικό τους χαρακτήρα, τὰ κείμενα αὐτὰ συνδέονται καὶ
θεματολογικά. Ὁ πρῶτος θεματικὸς κύκλος, ἂν μποροῦμε νὰ τὸν
ὀνομάσουμε ἔτσι, συνίσταται στὰ διάφορα ἐπίπεδα τοῦ
χρόνου καὶ τὴ σύζευξή τους. Ἐπανειλημμένα βλέπουμε στὰ
κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ τὸ χθὲς νὰ συναντᾶ τὸ σήμερα καί, ἀπὸ τὴ
σκοπιὰ τοῦ αὔριο, τὸ σήμερα νὰ γίνεται χθές. Δυὸ
παραδείγματα:
* «Τί εἶναι
αὐτό;» Ἡ μικρὴ Λὺνν ἔδειξε τὸ σκουριασμένο μοντέλο 747. Ὁ
πατέρας τῆς χαμογέλασε. «Παλιότερα οἱ ἄνθρωποι πετοῦσαν
στὸν οὐρανό.»
* Μὲ ἕναν
Macintosh 128k ὑπομάλης ἀποβιβάστηκε ἀπ’ τὴ
χρονομηχανή. «Ὥρα γιὰ κάτι ἐπαναστατικό!» σκέφτηκε ὁ
νεαρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦταν στὰ 1983.
Ὁ δεύτερος θεματικὸς κύκλος
ἀφορᾶ τὸ διάστημα καὶ τὸ σύμπαν, φέρνοντας στὸ φῶς
ἐνδεχομένως τὸν κοσμικὸ προβληματισμὸ τοῦ συγγραφέα. Τὰ
ταξίδια στὸ διάστημα εἶναι συχνά, ἐνῶ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος δὲν
εἶναι μόνο του στὸ σύμπαν. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, εἶναι πιθανὸν νὰ
πρόκειται γιὰ παιχνίδι μὲ ἕνα γνωστὸ μοτίβο, ξεκάθαρα μὴ
ἀνθρωποκεντρικό. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐμφανῆ στὰ παρακάτω
παραδείγματα:
* Ὁ Ἂλ εἶχε 72
ὦρες νὰ κοιμηθεῖ. Ἐξουθενωμένος παρέπαιε στὴν ἄγονη
ἐρημιά. Κοίταξε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ πάνω μόλις ἀνέτειλε ἡ
Γῆ.
* Τὸ
ἀποτύπωμα τῆς μπότας γυάλιζε στὴ γκρίζα σκόνη τῆς σελήνης.
Στὴν προσγείωση τοῦ σκάφους τοῦ Ἄρμστρονκ τὸ ἀπολίθωμα
δονήθηκε ἐλαφρῶς.
Ὁ τρίτος θεματικὸς πυρήνας
ποὺ μπορεῖ νὰ ἐντοπιστεῖ συνίσταται στὸ στοιχεῖο τῆς
περιπέτειας, μιὰ πλοκὴ —φαινομενικὰ ἢ μή— ἐπικίνδυνη, ἡ
περιγραφὴ ἑνὸς ἐμπρησμοῦ, μιᾶς ἔκρηξης κ.ο.κ. Τί νὰ βλέπει
ἄραγε ὁ Μάιμπεργκ στὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ; Ἀκριβῶς αὐτὸ
καλεῖται ὁ ἀναγνώστης νὰ ὑποθέσει, ὅπως π.χ. στὶς παρακάτω
«ἐλάχιστες ἱστορίες»:
* Ὁ Τὶλλ
δίστασε. Ἔπειτα, πίεσε διστακτικὰ τὸ παράξενο κουμπί.
Ἀκολούθησε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρόνια ἀργότερα θὰ ὀνομαζόταν «τὸ
μεγάλο μπάμ».
* Τρέμοντας
εἰσήγαγε ὁ Ὀμπάμα τὸν κωδικὸ καὶ γύρισε τὸν διακόπτη. Ἡ
πόρτα τινάχτηκε διάπλατα. «Πρωταπριλιά!» χαχάνιζε ὁ
ἀρχηγὸς τοῦ Πενταγώνου.
Καλὰ ὅλ’ αὐτά, ἀλλὰ τί
συνεπάγεται τὸ φαινόμενο τῶν ἱστοριῶν τῶν 140 χαρακτήρων
γιὰ τὴ λογοτεχνία; Πρόκειται, ἀναρωτιόμαστε, γιὰ τὸν
ἀπόλυτο μινιμαλισμό, μιὰ τάση πού, γνωρίζοντας τὴν ἄνθησή
της στὴ δεκαετία τοῦ 1950, ποτέ της δὲ στερήθηκε ἔνθερμους
ὑποστηρικτές; Νὰ γινόμαστε ἄραγε μάρτυρες ἄκρατου
φορμαλισμοῦ ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς
λογοτεχνίας, ὄχι πλέον ὅσον ἀφορᾶ κριτήρια ποσοτικά, ἀλλὰ
μᾶλλον ποιοτικά; Ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ λογοτεχνικὸ
ἐκμηδενισμὸ στὸ πλαίσιο τῆς καινοθηρίας καὶ τοῦ
ἐπιζητούμενου «μοντέρνου», ὅπου ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ
ἐπινοήσει ὁ ἴδιος τὴ λογοτεχνία, παρὰ νὰ τὴ διαβάσει, νὰ
τὴν ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ τὴν ἀπολαύσει; Ἢ μήπως, πάλι,
βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῶν καιρῶν,
μιὰ ἀκόμη ἐκδήλωση τοῦ σύγχρονου τρόπου σκέψης; Μήπως τὰ
κείμενα αὐτὰ τῶν 140 χαρακτήρων, πέραν τοῦ συγχρονικοῦ τους
χαρακτήρα, ὑποδεικνύουν τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς
λογοτεχνίας πιὸ ἄμεσης, (ἀπ’)εὐθείας; Μήπως, τελικά, σὲ
αὐτὰ τὰ κείμενα θὰ πρέπει νὰ δοῦμε, πέρα ἀπὸ μιὰ νέα ἄποψη τῆς
λογοτεχνίας καὶ μιὰ προσπάθεια ἀνανέωσής της;
«Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ
φιλοσοφεῖν» διακήρυτταν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοι κι ὁ
αἰσιόδοξος ὡς πρὸς τὶς παραπάνω ὑποθέσεις θὰ ὑποστήριζε
τὶς «ἐλάχιστες ἱστορίες» κι ἀνάλογα σύντομα κείμενα,
προβάλλοντας ὡς ἐπιχειρηματολογία τὴ συντομία τους καὶ τὴ
δυνατότητά τους νὰ διαβαστοῦν γρήγορα. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου οἱ
ρυθμοὶ αὐξάνονται ὁλοένα περισσότερο καὶ γίνονται
ξέφρενοι, χάριν τέτοιων σύντομων κειμένων ἡ λογοτεχνία
δηλώνει παροῦσα. Ὁ ἀπαισιόδοξος θὰ διατεινόταν ὅτι
λογοτεχνία στὴν ὑπηρεσία τοῦ «γρήγορου» μόνο λογοτεχνία
δὲν εἶναι, καὶ θ’ ἀπαντοῦσε: «σπεῦδε βραδέως». Τὸ σύντομο
μπορεῖ νὰ διαβάζεται γρήγορα, ἀλλὰ ὑποβιβάζει τὴ
λογοτεχνία σὲ ἕνα ἀκόμη προϊὸν πρὸς (γρήγορη) κατανάλωση,
ἐνῶ παράλληλα ἀφαιρεῖ ἀπ’ τὸν ἀναγνώστη, λόγῳ μιᾶς
ἐπιφανειακότητας ἀπαράδεκτης, τὴ βύθιση στὸ μαγικὸ κόσμο
τῆς λογοτεχνίας.
Ναί, θὰ ἐπανερχόταν ὁ
αἰσιόδοξος, ἀλλὰ ἂς προσέξουμε πόσο ἔντονος εἶναι ὁ
ἀπόηχος ἑνὸς τέτοιου σύντομου καὶ μεστοῦ κειμένου καὶ πόσο
ἄμεσο τὸ μήνυμα ποὺ ἐπιδιώκει νὰ μεταδώσει. Θὰ χαιρόταν ἐν
προκειμένῳ ὁ ἀπαισιόδοξος, αἰσθανόμενος δικαιωμένος, καὶ
θὰ ἐπιχειρηματολογοῦσε κορδωτὸς ὅτι ἐκεῖ ἀκριβῶς
φαίνεται ἡ μαστοριὰ τοῦ καλοῦ συγγραφέα. Ὁ καλὸς συγγραφέας
εἶναι σὲ θέση ὄχι μόνο νὰ διατηρήσει ἀδιάπτωτο τὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη γιὰ ἕνα ἐκτενὲς κείμενο
(μυθιστόρημα κλπ), ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλέσει ἕναν ἀπόηχο τόσο
δυνατὸ ποὺ θὰ προβληματίσει καὶ θὰ κάνει τὸν ἀναγνώστη νὰ
θέλει νὰ ἐπανέλθει στὸ κείμενο καὶ στὸ μέλλον. Κι αὐτό, λόγῳ
ἱκανότητας κι ἀξιοσύνης κι ὄχι ἐξαιτίας ἐξωτερικῶν
περιορισμῶν.
Μὴ δίνοντας στὸν
ἀπαισιόδοξο τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, θὰ ἔσπευδε τότε
ὁ αἰσιόδοξος νὰ πάρει τὴ ρεβάνς του, βγάζοντας τὸν ἄσσο ἀπ’ τὸ
μανίκι: «Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε, ἀγαπητὲ συνάδελφε,
ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ πλουτίζουν τὴ χώρα τῆς λογοτεχνίας καὶ
διευρύνουν τὸν ὁρίζοντά της. Ἂς μὴν παραβλέπουμε τὸ γεγονὸς
ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐμφάνιση διαρκῶς καινούργιων μορφῶν, καὶ
κατ’ ἐπέκταση εἰδῶν, ἀποδεικνύει πόσο γόνιμο εἶναι τὸ
ἔδαφος τῆς λογοτεχνίας καὶ ὅτι συνιστᾶ πηγὴ ἀστείρευτη.» Ὁ
ἀπαισιόδοξος θὰ μάχονταν τὸ ἐπιχείρημα κατὰ τρόπο
ἐλεγειακό: «Στὸ βωμὸ τῆς ‘ποικιλίας’ τῶν λογοτεχνικῶν
εἰδῶν, ἀγαπητέ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θυσιάζεται ἡ ἴδια ἡ
γλωσσικὴ ποικιλία. Εἶναι ἀπαράδεκτο, στὸ ὄνομα τῆς ὅποιας
συντομίας, νὰ γίνεται χρήση περιορισμένου λεξιλογίου —τῆς
καθομιλουμένης γλώσσας κατὰ βάση— κι αὐτὸ νὰ θεωρεῖται
πλοῦτος. Τουναντίον. Ἐπιτακτικὴ ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη
διαχωρισμοῦ γραπτῆς καὶ προφορικῆς γλώσσας, ὅπερ ἐπιβάλλει
καὶ ὁ ὅρος ‘λογοτεχνία’: ἡ τέχνη τοῦ λόγου».
Ὁ αἰσιόδοξος κι ὁ
ἀπαισιόδοξος θὰ συνέχιζαν νὰ λογομαχοῦν, ὡστόσο θεωροῦμε
ὅτι ἀρκετὴ φωνὴ τοὺς δώσαμε. Ὅσο γιὰ τὴ δική μας ἄποψη,
εἶναι αὐτὴ τοῦ Κομφούκιου ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα τῶν πραγμάτων: ἡ
Μέση Ὁδός. Τὰ κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ εἶναι κείμενα ποὺ ποιοῦν λόγο
κατὰ τρόπο περίτεχνο. Εἶναι κείμενα εὔστροφα ποὺ μέσῳ τῆς
συντομίας τους συνιστοῦν κάτι καινούργιο, πλουτίζοντας τὴ
λογοτεχνία καὶ τέρποντας τὸν ἀναγνώστη. Διαβάζοντάς τα
κανεὶς ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ «χάικου» τῆς
πρόζας, ὄχι μόνο χάριν τῆς συντομίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ
ἰδιαίτερου ὕφους τους. Δὲν πλούτισαν τὰ «χάικου» τὴν
ἑλληνικὴ ποιητικὴ παράδοση, κι ἂς προέρχονται ἀπὸ ἕναν
«μακρινό» πολιτισμό; Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ αἴσθηση ἀπειλῆς; Τὰ
κείμενα τοῦ Μάιμπεργκ δὲν ἔρχονται ν’ ἀντικαταστήσουν ἄλλες
μορφὲς καὶ λογοτεχνικὰ εἴδη, ἁπλῶς προσφέρουν στὸ δεκτικὸ
ἀναγνώστη μίαν ἀκόμη ἄποψη. Τὰ μυθιστορήματα, τὰ
διηγήματα καὶ οἱ ὑπόλοιπες μορφὲς θὰ γράφονται καὶ θὰ
διαβάζονται πάντα γιατὶ καλύπτουν ἀνάγκες τῶν ἀναγνωστῶν:
διαφορετικὲς μέν, ὑπάρχουσες δέ. Ἡ λογοτεχνία δὲ γνωρίζει
(ἀπὸ κάθε ἄποψη) ποσοτικοὺς περιορισμούς, ἐπιβάλλει
ὡστόσο καὶ προϋποθέτει κριτήρια ποιοτικά. Τώρα τὸ πῶς θὰ
ἐξελιχθεῖ ἡ συγκεκριμένη μορφή, ἂν θὰ συναντήσει πρόσφορο
ἔδαφος, ἢ ἂν πληροῖ τὶς προϋποθέσεις προκειμένου νὰ
παγιωθεῖ καὶ ν΄ἀντέξει στὸ χρόνο, ὁ ἴδιος ὁ χρόνος θὰ τὸ πεῖ,
κριτὴς τῶν πάντων.
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 12.10.2010