29/6/11

Η αποθέωση της μινιατούρας...

 


 Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ, «Ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες».

­πο­θέ­ω­ση τῆς μι­νι­α­τού­ρας

«Γι’ αὐ­τὸ ἀ­παι­τῶ…» Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ Ο­Η­Ε κοί­τα­ξαν πα­γω­μέ­νοι τὸν ὁ­μι­λη­τή. «Πό­λε­μο!» Ξέ­σπα­σε θύ­ελ­λα ἀν­τι­δρά­σε­ων. Ὁ δι­ερ­μη­νέ­ας χα­μο­γε­λοῦ­σε.


Ο ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ Ἄν­τολφ Γκρήμ, φο­ρέ­ας ἔ­ρευ­νας καὶ ποι­ο­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου στὸ χῶ­ρο τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν καὶ τῶν ΜΜΕ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἀ­πέ­νει­με τὸ βρα­βεῖ­ο δι­α­δι­κτύ­ου “G­r­i­m­me O­n­l­i­ne A­w­a­rd” γιὰ τὸ ἔ­τος 2010 σὲ χρή­στη τοῦ δι­κτύ­ου t­w­i­t­t­er. Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ βρα­βευ­θέν­τος; Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (Florian Meimberg). Ὁ Μάιμπεργκ κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο γιὰ τὶς λο­γο­τε­χνι­κές του ἐ­πι­δό­σεις, κα­θὼς χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ πα­ρα­πά­νω δί­κτυ­ο προ­κει­μέ­νου νὰ κά­νει γνω­στὲς στὸ εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του.
         Τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο στοι­χεῖ­ο κι αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἐν προ­κει­μέ­νῳ, δὲν εἶ­ναι τό­σο ἡ χρή­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου μέ­σου, οὔ­τε τοῦ δε­δο­μέ­νου δι­κτύ­ου, ὅ­σο τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἰ­σά­γε­ται μία ἀ­κό­μη και­νούρ­για μορ­φή: αὐ­τὴ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, τῶν κε­νῶν συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων. Μέ­χρι τώ­ρα οἱ ἀ­νὰ τὸν κό­σμο λά­τρεις καὶ ἐ­παΐ­ον­τες τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­χαν ἀ­κού­σει καὶ εἶ­χαν δεῖ λο­γο­τε­χνί­α νὰ δη­μο­σι­εύ­ε­ται στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, συλ­λο­γὲς κι ἀν­θο­λο­γί­ες νὰ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες «κομ­μά­τι-κομ­μά­τι» καὶ μὲ εὐ­ρὺ κοι­νό, ἱ­στο­λό­για καὶ φό­ρουμ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­πει­σό­δια ὁ­λό­κλη­ρων μυ­θι­στο­ρη­μά­των νὰ ἀ­πο­στέλ­λον­ται μὲ μή­νυ­μα στὸ κι­νη­τὸ τη­λέ­φω­νο. Νά, λοι­πόν, ποὺ βρί­σκον­ται τώ­ρα ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ ἕ­να νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ φαι­νό­με­νο, συν­το­μό­τε­ρο μά­λι­στα ἀ­πὸ ἕ­να μή­νυ­μα κι­νη­τοῦ τη­λε­φώ­νου, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­τρέ­πει κα­τὰ κα­νό­να 160 χα­ρα­κτῆ­ρες.
        Δι­α­πι­στώ­νου­με ἔ­τσι μιὰ τά­ση συρ­ρί­κνω­σης τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στὸ ἐ­λά­χι­στο, ἂν καί, δε­δο­μέ­νων τῶν ἕ­ως τώ­ρα ἐ­ξε­λί­ξε­ων, μᾶλ­λον θὰ ἔ­πρε­πε ἀ­κό­μη νὰ εἴ­μα­στε προ­σε­κτι­κοὶ μὲ τὴ χρή­ση τῆς λέ­ξης «ἐ­λά­χι­στο». Πο­τὲ δὲν ξέ­ρει κα­νεὶς ποῦ μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει αὐ­τὸ κι ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὸν Κι­νέ­ζο μο­να­χὸ ποὺ ἔ­γρα­φε ὁ­λό­κλη­ρο ποί­η­μα πά­νω σὲ κόκ­κο ρυ­ζιοῦ. Βρι­σκό­μα­στε ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ μία ἐ­ξέ­λι­ξη, αὐ­τὸ εἶ­ναι βέ­βαι­ο. Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο βέ­βαι­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­ση στὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἂν πρό­κει­ται γιὰ μί­α ἐ­ξέ­λι­ξη στὸν κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας πρὸς τὸ κα­λύ­τε­ρο ἢ πρὸς τὸ χει­ρό­τε­ρο. Ἂς πά­ρου­με ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ καὶ ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα τὸ φαι­νό­με­νο τῶν «ἐ­λάχιστων ἱ­στο­ρι­ῶν», ὅ,τι ὁ Γερ­μα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τους προ­τί­μη­σε ν’ ἀ­πο­δώ­σει μὲ τὸν ἀγ­γλι­κὸ τίτ­λο “t­i­ny t­a­l­es”.
        Ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξί­ζει ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ κα­νεὶς μὲ τὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες, εἶ­ναι πὼς μιὰ πιὸ προ­σε­κτι­κὴ μα­τιὰ πεί­θει γιὰ τὸ ὅ­τι δὲν πρό­κει­ται γιὰ αὐ­θαί­ρε­τες ἐκ­δη­λώ­σεις ἑ­νὸς κοι­νοῦ χρή­στη τοῦ δι­κτύ­ου twit­ter. Ἀ­φε­νὸς ὁ συγ­γρα­φέ­ας φέ­ρει τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἐ­κεῖ­να ποὺ τοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν τὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ τὸ και­νο­τό­μο, ἀ­φε­τέ­ρου τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ κα­θ’ αὐ­τὰ δι­α­θέ­τουν τὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὁ Μάιμπεργκ, ὄν­τας ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νος δι­α­φη­μι­στής, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μὲ μιὰ γλώσ­σα σύν­το­μη, ἄ­με­ση, με­στὴ καὶ γνω­ρί­ζει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ μέ­σα ὅ­πως τὸ χι­οῦ­μορ, ἡ εἰ­ρω­νεία κι ὁ σαρ­κα­σμὸς μὲ ἀρ­τι­ό­τη­τα. Πρό­κει­ται γιὰ στοι­χεῖα πού, ἐν­ταγ­μέ­να στὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ, δη­μι­ουρ­γοῦν τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ ἕ­να ὕ­φος προ­σω­πι­κό. Ἐ­πί­σης, ὁ συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἐ­νη­με­ρω­μέ­νος κι ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μὲ τὰ νέ­α μέ­σα ἔκ­φρα­σης —ἐν­νο­οῦ­με ἐ­δῶ τὶς δυ­να­τό­τη­τες ποὺ προ­σφέ­ρει τὸ δι­α­δί­κτυ­ο—, ὥ­στε νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ τρό­πο συγ­κε­κρι­μέ­νο καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό, πα­ρά­γον­τας κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ και­νούρ­γιο. Πό­σοι σκέ­φτη­καν ἐ­ξάλ­λου νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν αὐ­τὴν τὴν πλατ­φόρ­μα γιὰ ἕ­ναν τέ­τοι­ο σκο­πό;
        Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ, ξε­χω­ρί­ζουν ὄ­χι μό­νο λό­γῳ τῆς πο­λὺ μι­κρῆς, τῆς ἐ­λά­χι­στης ἔ­κτα­σής τους, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ σει­ρὰ ἄλ­λων γνω­ρι­σμά­των. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄ­με­σο, εἰ­ρω­νι­κό, χι­ου­μο­ρι­στι­κό, σαρ­κα­στι­κὸ καὶ κρι­τι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ συν­δέ­ον­ται καὶ θε­μα­το­λο­γι­κά. Ὁ πρῶ­τος θε­μα­τι­κὸς κύ­κλος, ἂν μπο­ροῦ­με νὰ τὸν ὀ­νο­μά­σου­με ἔ­τσι, συ­νί­στα­ται στὰ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα τοῦ χρό­νου καὶ τὴ σύ­ζευ­ξή τους. Ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να βλέ­που­με στὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ τὸ χθὲς νὰ συ­ναν­τᾶ τὸ σή­με­ρα καί, ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ αὔ­ριο, τὸ σή­με­ρα νὰ γί­νε­ται χθές. Δυ­ὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα:

«Τί εἶ­ναι αὐ­τό;» Ἡ μι­κρὴ Λὺνν ἔ­δει­ξε τὸ σκου­ρι­α­σμέ­νο μον­τέ­λο 747. Ὁ πα­τέ­ρας τῆς χα­μο­γέ­λα­σε. «Πα­λι­ό­τε­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι πε­τοῦ­σαν στὸν οὐ­ρα­νό.»


Μὲ ἕ­ναν M­a­c­i­n­t­o­sh 128k ὑ­πο­μά­λης ἀ­πο­βι­βά­στη­κε ἀ­π’ τὴ χρο­νο­μη­χα­νή. «Ὥ­ρα γιὰ κά­τι ἐ­πα­να­στα­τι­κό!» σκέ­φτη­κε ὁ νε­α­ρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦ­ταν στὰ 1983.


        Ὁ δεύ­τε­ρος θε­μα­τι­κὸς κύ­κλος ἀ­φο­ρᾶ τὸ δι­ά­στη­μα καὶ τὸ σύμ­παν, φέρ­νον­τας στὸ φῶς ἐν­δε­χο­μέ­νως τὸν κο­σμι­κὸ προ­βλη­μα­τι­σμὸ τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Τὰ τα­ξί­δια στὸ δι­ά­στη­μα εἶ­ναι συ­χνά, ἐ­νῶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο εἶ­δος δὲν εἶ­ναι μό­νο του στὸ σύμ­παν. Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη, εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι μὲ ἕ­να γνω­στὸ μο­τί­βο, ξε­κά­θα­ρα μὴ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι ἐμ­φα­νῆ στὰ πα­ρα­κά­τω πα­ρα­δείγ­μα­τα:

Ὁ Ἂλ εἶ­χε 72 ὦ­ρες νὰ κοι­μη­θεῖ. Ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος πα­ρέ­παι­ε στὴν ἄ­γο­νη ἐ­ρη­μιά. Κοί­τα­ξε ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεῖ πά­νω μό­λις ἀ­νέ­τει­λε ἡ Γῆ.


*  Τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς μπό­τας γυ­ά­λι­ζε στὴ γκρί­ζα σκό­νη τῆς σε­λή­νης. Στὴν προ­σγεί­ω­ση τοῦ σκά­φους τοῦ Ἄρ­μστρονκ τὸ ἀ­πο­λί­θω­μα δο­νή­θη­κε ἐ­λα­φρῶς.


        Ὁ τρί­τος θε­μα­τι­κὸς πυ­ρή­νας ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐν­το­πι­στεῖ συ­νί­στα­ται στὸ στοι­χεῖ­ο τῆς πε­ρι­πέ­τειας, μιὰ πλο­κὴ —φαι­νο­με­νι­κὰ ἢ μή— ἐ­πι­κίν­δυ­νη, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ ἑ­νὸς ἐμ­πρη­σμοῦ, μιᾶς ἔ­κρη­ξης κ.ο.κ. Τί νὰ βλέ­πει ἄ­ρα­γε ὁ Μάιμπεργκ στὸ πά­τη­μα ἑ­νὸς κουμ­πιοῦ; Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ κα­λεῖ­ται ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ ὑ­πο­θέ­σει, ὅ­πως π.χ. στὶς πα­ρα­κά­τω «ἐ­λάχιστες ἱ­στο­ρί­ες»:

*  Ὁ Τὶλλ δί­στα­σε. Ἔ­πει­τα, πί­ε­σε δι­στα­κτι­κὰ τὸ πα­ρά­ξε­νο κουμ­πί. Ἀ­κο­λού­θη­σε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὀ­νο­μα­ζό­ταν «τὸ με­γά­λο μπάμ».


Τρέ­μον­τας εἰ­σή­γα­γε ὁ Ὀμ­πά­μα τὸν κω­δι­κὸ καὶ γύ­ρι­σε τὸν δι­α­κό­πτη. Ἡ πόρ­τα τι­νά­χτη­κε δι­ά­πλα­τα. «Πρω­τα­πρι­λιά!» χα­χά­νι­ζε ὁ ἀρ­χη­γὸς τοῦ Πεν­τα­γώ­νου.


        Κα­λὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ τί συ­νε­πά­γε­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α; Πρό­κει­ται, ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε, γιὰ τὸν ἀ­πό­λυ­το μι­νι­μα­λι­σμό, μιὰ τά­ση πού, γνω­ρί­ζον­τας τὴν ἄν­θη­σή της στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1950, πο­τέ της δὲ στε­ρή­θη­κε ἔν­θερ­μους ὑ­πο­στη­ρι­κτές; Νὰ γι­νό­μα­στε ἄ­ρα­γε μάρ­τυ­ρες ἄ­κρα­του φορ­μα­λι­σμοῦ ποὺ ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἐ­λα­χι­στο­ποί­η­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ὄ­χι πλέ­ον ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ κρι­τή­ρια πο­σο­τι­κά, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον ποι­ο­τι­κά; Ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἐ­κμη­δε­νι­σμὸ στὸ πλαί­σιο τῆς και­νο­θη­ρί­ας καὶ τοῦ ἐ­πι­ζη­τού­με­νου «μον­τέρ­νου», ὅ­που ὁ ἀ­να­γνώ­στης κα­λεῖ­ται νὰ ἐ­πι­νο­ή­σει ὁ ἴ­διος τὴ λο­γο­τε­χνί­α, πα­ρὰ νὰ τὴ δι­α­βά­σει, νὰ τὴν ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ καὶ νὰ τὴν ἀ­πο­λαύ­σει; Ἢ μή­πως, πά­λι, βρι­σκό­μα­στε ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ ἕ­να ἀ­κό­μη ση­μεῖ­ο τῶν και­ρῶν, μιὰ ἀ­κό­μη ἐκ­δή­λω­ση τοῦ σύγ­χρο­νου τρό­που σκέ­ψης; Μή­πως τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, πέ­ραν τοῦ συγ­χρο­νι­κοῦ τους χα­ρα­κτή­ρα, ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα μιᾶς λο­γο­τε­χνί­ας πιὸ ἄ­με­σης, (ἀ­π’)εὐ­θεί­ας; Μή­πως, τε­λι­κά, σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­να θὰ πρέ­πει νὰ δοῦ­με, πέ­ρα ἀ­πὸ μιὰ νέ­α ἄ­πο­ψη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ μιὰ προ­σπά­θεια ἀ­να­νέ­ω­σής της;
        «Τὸ λα­κω­νί­ζειν ἐ­στὶ φι­λο­σο­φεῖν» δι­α­κή­ρυτ­ταν οἱ ἔν­δο­ξοι πρό­γο­νοι κι ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος ὡς πρὸς τὶς πα­ρα­πά­νω ὑ­πο­θέ­σεις θὰ ὑ­πο­στή­ρι­ζε τὶς «ἐ­λάχιστες ἱ­στο­ρί­ες» κι ἀ­νά­λο­γα σύν­το­μα κεί­με­να, προ­βάλ­λον­τας ὡς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α τὴ συν­το­μί­α τους καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τά τους νὰ δι­α­βα­στοῦν γρή­γο­ρα. Σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ὅ­που οἱ ρυθ­μοὶ αὐ­ξά­νον­ται ὁ­λο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ γί­νον­ται ξέ­φρε­νοι, χά­ριν τέ­τοι­ων σύν­το­μων κει­μέ­νων ἡ λο­γο­τε­χνί­α δη­λώ­νει πα­ροῦ­σα. Ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ δι­α­τει­νό­ταν ὅ­τι λο­γο­τε­χνί­α στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ «γρή­γο­ρου» μό­νο λο­γο­τε­χνί­α δὲν εἶ­ναι, καὶ θ’ ἀ­παν­τοῦ­σε: «σπεῦ­δε βρα­δέ­ως». Τὸ σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βά­ζε­ται γρή­γο­ρα, ἀλ­λὰ ὑ­πο­βι­βά­ζει τὴ λο­γο­τε­χνί­α σὲ ἕ­να ἀ­κό­μη προ­ϊ­ὸν πρὸς (γρή­γο­ρη) κα­τα­νά­λω­ση, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­φαι­ρεῖ ἀ­π’ τὸν ἀ­να­γνώ­στη, λό­γῳ μιᾶς ἐ­πι­φα­νει­α­κό­τη­τας ἀ­πα­ρά­δε­κτης, τὴ βύ­θι­ση στὸ μα­γι­κὸ κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας.
        Ναί, θὰ ἐ­πα­νερ­χό­ταν ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος, ἀλ­λὰ ἂς προ­σέ­ξου­με πό­σο ἔν­το­νος εἶ­ναι ὁ ἀ­πό­η­χος ἑ­νὸς τέ­τοι­ου σύν­το­μου καὶ με­στοῦ κει­μέ­νου καὶ πό­σο ἄ­με­σο τὸ μή­νυ­μα ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ με­τα­δώ­σει. Θὰ χαι­ρό­ταν ἐν προ­κει­μέ­νῳ ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος, αἰ­σθα­νό­με­νος δι­και­ω­μέ­νος, καὶ θὰ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γοῦ­σε κορ­δω­τὸς ὅ­τι ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς φαί­νε­ται ἡ μα­στο­ριὰ τοῦ κα­λοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ὁ κα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι σὲ θέ­ση ὄ­χι μό­νο νὰ δι­α­τη­ρή­σει ἀ­δι­ά­πτω­το τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀ­να­γνώ­στη γιὰ ἕ­να ἐ­κτε­νὲς κεί­με­νο (μυ­θι­στό­ρη­μα κλπ), ἀλ­λὰ καὶ νὰ προ­κα­λέ­σει ἕ­ναν ἀ­πό­η­χο τό­σο δυ­να­τὸ ποὺ θὰ προ­βλη­μα­τί­σει καὶ θὰ κά­νει τὸν ἀ­να­γνώ­στη νὰ θέ­λει νὰ ἐ­πα­νέλ­θει στὸ κεί­με­νο καὶ στὸ μέλ­λον. Κι αὐ­τό, λό­γῳ ἱ­κα­νό­τη­τας κι ἀ­ξι­ο­σύ­νης κι ὄ­χι ἐ­ξαι­τί­ας ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν πε­ρι­ο­ρι­σμῶν.
        Μὴ δί­νον­τας στὸν ἀ­παι­σι­ό­δο­ξο τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ ἐ­πι­βλη­θεῖ, θὰ ἔ­σπευ­δε τό­τε ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος νὰ πά­ρει τὴ ρε­βάνς του, βγά­ζον­τας τὸν ἄσ­σο ἀπ’ τὸ μα­νί­κι: «Δὲν πρέ­πει ὅ­μως νὰ ξε­χνᾶ­με, ἀ­γα­πη­τὲ συ­νά­δελ­φε, ὅ­τι τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ πλου­τί­ζουν τὴ χώ­ρα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δι­ευ­ρύ­νουν τὸν ὁ­ρί­ζον­τά της. Ἂς μὴν πα­ρα­βλέ­που­με τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι καὶ ἡ ἴ­δια ἡ ἐμ­φά­νι­ση δια­ρκῶς και­νούρ­γι­ων μορ­φῶν, καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση εἰ­δῶν, ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο γό­νι­μο εἶ­ναι τὸ ἔ­δα­φος τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ ὅ­τι συ­νι­στᾶ πη­γὴ ἀ­στεί­ρευ­τη.» Ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ μά­χον­ταν τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα κα­τὰ τρό­πο ἐ­λε­γεια­κό: «Στὸ βω­μὸ τῆς ‘ποι­κι­λί­α­ς’ τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν εἰ­δῶν, ἀ­γα­πη­τέ, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ θυ­σι­ά­ζε­ται ἡ ἴ­δια ἡ γλωσ­σι­κὴ ποι­κι­λί­α. Εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτο, στὸ ὄ­νο­μα τῆς ὅ­ποι­ας συν­το­μί­ας, νὰ γί­νε­ται χρή­ση πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου λε­ξι­λο­γί­ου —τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης γλώσ­σας κα­τὰ βά­ση— κι αὐ­τὸ νὰ θε­ω­ρεῖ­ται πλοῦ­τος. Του­ναν­τί­ον. Ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ὑ­φί­στα­ται ἡ ἀ­νάγ­κη δι­α­χω­ρι­σμοῦ γρα­πτῆς καὶ προ­φο­ρι­κῆς γλώσ­σας, ὅ­περ ἐ­πι­βάλ­λει καὶ ὁ ὅ­ρος ‘λο­γο­τε­χνί­α’: ἡ τέ­χνη τοῦ λό­γου».

        Ὁ αἰ­σι­ό­δο­ξος κι ὁ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξος θὰ συ­νέ­χι­ζαν νὰ λο­γο­μα­χοῦν, ὡ­στό­σο θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀρ­κε­τὴ φω­νὴ τοὺς δώ­σα­με. Ὅ­σο γιὰ τὴ δι­κή μας ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ Κομ­φού­κιου ὡς πρὸς τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῶν πραγ­μά­των: ἡ Μέ­ση Ὁ­δός. Τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ εἶ­ναι κεί­με­να ποὺ ποι­οῦν λό­γο κα­τὰ τρό­πο πε­ρί­τε­χνο. Εἶ­ναι κεί­με­να εὔ­στρο­φα ποὺ μέ­σῳ τῆς συν­το­μί­ας τους συ­νι­στοῦν κά­τι και­νούρ­γιο, πλου­τί­ζον­τας τὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τέρ­πον­τας τὸν ἀ­να­γνώ­στη. Δι­α­βά­ζον­τάς τα κα­νεὶς ἔ­χει τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ «χά­ι­κου» τῆς πρό­ζας, ὄ­χι μό­νο χά­ριν τῆς συν­το­μί­ας, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρου ὕ­φους τους. Δὲν πλού­τι­σαν τὰ «χά­ι­κου» τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ποι­η­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση, κι ἂς προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν «μα­κρι­νό» πο­λι­τι­σμό; Πρὸς τί, λοι­πόν, ἡ αἴ­σθη­ση ἀ­πει­λῆς; Τὰ κεί­με­να τοῦ Μάιμπεργκ δὲν ἔρ­χον­ται ν’ ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν ἄλ­λες μορ­φὲς καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη, ἁ­πλῶς προ­σφέ­ρουν στὸ δε­κτι­κὸ ἀ­να­γνώ­στη μί­αν ἀ­κό­μη ἄ­πο­ψη. Τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τὰ δι­η­γή­μα­τα καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­πες μορ­φὲς θὰ γρά­φον­ται καὶ θὰ δι­α­βά­ζον­ται πάν­τα για­τὶ κα­λύ­πτουν ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­να­γνω­στῶν: δι­α­φο­ρε­τι­κὲς μέν, ὑ­πάρ­χου­σες δέ. Ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲ γνω­ρί­ζει (ἀ­πὸ κά­θε ἄ­πο­ψη) πο­σο­τι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ἐ­πι­βάλ­λει ὡ­στό­σο καὶ προ­ϋ­πο­θέ­τει κρι­τή­ρια ποι­ο­τι­κά. Τώ­ρα τὸ πῶς θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή, ἂν θὰ συ­ναν­τή­σει πρό­σφο­ρο ἔ­δα­φος, ἢ ἂν πλη­ροῖ τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις προ­κει­μέ­νου νὰ πα­γι­ω­θεῖ καὶ ν΄ἀν­τέ­ξει στὸ χρό­νο, ὁ ἴ­διος ὁ χρό­νος θὰ τὸ πεῖ, κρι­τὴς τῶν πάν­των.


ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ


Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 12.10.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: