Χάρης Ψαρράς
Τὸ ἀκατάδεκτο καταφύγιο
ΚΕΙ
ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ ἔπιασε καταρρακτώδης βροχή. Φυσοῦσε καὶ
δυνατὸς ἀέρας. Δὲν χρειαζόμουν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα
καταφύγιο. Τάχυνα τὸ βῆμα. Ἔλεγα ὅτι ὅσο συνέχιζα τὸ δρόμο
μου ὅλο καὶ κάποιο στέγαστρο θὰ ἔβρισκα νὰ μὲ φιλοξενήσει
ὥσπου νὰ κοπάσει ὁ κατακλυσμός. Λίγο ἀργότερα διέκρινα στὸν
ὁρίζοντα ἕνα σπίτι. Πῆρα θάρρος κι ἄρχισα νὰ κατευθύνομαι
πρὸς τὸ μέρος του, ὅσο ὅμως ἔτρεχα κοντά του τόσο τὸ ἔβλεπα νὰ
ἀπομακρύνεται. Στὴν ἀρχὴ πίστεψα ὅτι ἦταν ἰδέα μου, ἀλλὰ μὲ
δυὸ τρεῖς δοκιμὲς ποὺ ἐπιχείρησα διαπίστωσα ὅτι τὸ σπίτι
ἔφευγε στ’ ἀλήθεια ὅλο καὶ πιὸ μακριὰ ὅσο πάσχιζα νὰ τὸ
πλησιάσω. Ἡ βροχὴ δὲν ἔλεγε νὰ σταματήσει. Δυνάμωνε κιόλας.
Ἔβαλα τὰ δυνατά μου νὰ προφτάσω τὸ ἀκατάδεχτο καταφύγιο,
ἀλλὰ ὁ κόπος μου πήγαινε χαμένος. Δὲν θυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ πόση
ὥρα ἀληθινῆς πάλης μὲ τὴν ἀπόσταση ὑπὸ βροχὴ ἔνιωσα τὰ
γόνατά μου νὰ λυγίζουν. Ἔπεσα λιπόθυμος. Ὅταν ξαναβρῆκα τὶς
αἰσθήσεις μου, ἤμουν τυλιγμένος στὴ φρεσκάδα εὐωδιαστῶν
σεντονιῶν. Ἄνοιξα τὰ μάτια καὶ περιεργάστηκα τὸ κρεβάτι.
Ἔπειτα ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου στοὺς τοίχους καὶ τὰ ἔπιπλα τοῦ
δωματίου. Πρόσεξα τὶς χαμογελαστὲς φωτογραφίες δύο
νηπίων καὶ τοὺς φθαρμένους γύψους στὸ ταβάνι. Δὲν εἶχα ἰδέα
ποὺ βρισκόμουν, ἀλλὰ ἔνιωθα βέβαιος ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν
μὲ περιέθαλπε ἄλλος κανεὶς παρὰ τὸ σπίτι ποὺ κυνηγοῦσα μετὰ
μανίας ὧρες νωρίτερα διεκδικώντας ἀπὸ μέρους του μιὰ
ἔνδειξη καλῆς θέλησης, μιὰ προσφορά.
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου