Heinrich Böll
Περὶ τῆς πτώσεως τοῦ ἠθικοῦ τῶν ἐργαζομένων
Ε
ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ κάποιας ἀκτῆς στὴ δυτικὴ Εὐρώπη βρίσκεται
ξαπλωμένος μέσα στὴ βάρκα του καὶ χουζουρεύει ἕνας φτωχικὰ
ντυμένος ψαράς. Ἕνας καλοντυμένος τουρίστας ἀλλάζει τὸ φὶλμ
στὴ φωτογραφική του μηχανὴ γιὰ νὰ ἀπαθανατίσει αὐτὴν τὴν
εἰδυλλιακὴ εἰκόνα: γαλανὸς ὁ οὐρανός, πράσινα τὰ νερά, μὲ
εἰρηνικά, χιονόλευκα κύματα, μαύρη ἡ βάρκα, κόκκινος ὁ
σκοῦφος τοῦ ψαρά. Κλίκ! Καὶ πάλι: κλίκ! Φύλαγε τὰ ροῦχα σου νὰ
ἔχεις τὰ μισά, λέει ὁ λαὸς καὶ προκειμένου νὰ σιγουρέψει ὁ
τουρίστας τὸ στιγμιότυπο, τραβάει καὶ τρίτη φωτογραφία.
Κλίκ!
Τρίτη καὶ φαρμακερή, λέει
ὅμως ἐξίσου ὁ λαὸς καὶ νά ποὺ ὁ ξαφνικὸς καὶ σχεδὸν ἐχθρικὸς
ἦχος ξυπνᾶ τὸν ψαρὰ ἀπ’ τὸ χουζούρεμά του. Νυσταγμένος
ἀνακαθίζει καὶ νυσταγμένος ψηλαφίζει τριγύρω νὰ βρεῖ τὰ
τσιγάρα του. Πρὶν προλάβει ὅμως νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε, ἤδη
τοῦ κρατᾶ μὲς στὴ μούρη ὁ ὑπερδραστήριος τουρίστας ἕνα ἄλλο
πακέτο τσιγάρα. Μόνο στὸ στόμα ποὺ δὲν τοῦ ἔβαλε ὁ τουρίστας
τὸ τσιγάρο. Ἀρκέστηκε στὸ νὰ τοῦ τὸ ἀφήσει στὸ χέρι, καὶ κλίκ!
ἀκούγεται αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ ἀναπτήρας, ὁλοκληρώνοντας τὴν
ὑπέρμετρα ἴσως εὐγενικὴ χειρονομία τοῦ τουρίστα. Αὐτὴ ἡ
τόση δά, ἀνεπαίσθητη ὑπερβολὴ προκάλεσε ἕνα ἀνάμικτο
αἴσθημα ἀμηχανίας κι ἐκνευρισμοῦ, τὸ ὁποῖο ὁ τουρίστας,
ὁμιλῶν τὴν ντόπια γλώσσα, ἐπιχειρεῖ τώρα νὰ ξεπεράσει μὲ τὴν
ἔναρξη μιᾶς συζήτησης.
«Καλὴ ψαριὰ θὰ κάνετε σήμερα.»
Ἀρνητικὰ κουνάει τὸ κεφάλι του ὁ ψαράς.
«Μὰ πῶς, ἀφοῦ, ὅπως μοῦ εἶπαν, ὁ καιρὸς θὰ εἶναι εὐνοϊκός.» Καταφατικὰ κουνάει τὸ κεφάλι του ὁ ψαράς.
«Δηλαδὴ δὲ θὰ βγεῖτε γιὰ
ψάρεμα;» Ἀρνητικὰ κουνάει καὶ πάλι τὸ κεφάλι ὁ ψαράς,
αὐξάνοντας τὸν ἐκνευρισμὸ τοῦ τουρίστα. Ἐξάλλου, ὁ τουρίστας
φαίνεται νὰ νοιάζεται εἰλικρινὰ γιὰ τὸ καλό τοῦ
φτωχοντυμένου ψαρᾶ καὶ τὸν λυπεῖ τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς χαμένης
εὐκαιρίας.
«Μήπως, τότε, δὲν αἰσθάνεστε
καλά;» Ὁ ψαρὰς ἀφήνει ἐπιτέλους κατὰ μέρους τὴ νοηματικὴ
καὶ περνᾶ σὲ λόγο ἀρθρωμένο: «Αἰσθάνομαι ὑπέροχα» ἀπαντᾶ.
«Ποτὲ δὲν ἤμουν καλύτερα.» Σηκώνεται καὶ τεντώνεται μὲ
τέτοιο τρόπο, σὰν νὰ ἤθελε νὰ δείξει πόσο καλὰ γυμνασμένος
εἶναι. «Αἰσθάνομαι καταπληκτικά.»
Ἡ ἔκφραση στὸ πρόσωπο τοῦ
τουρίστα γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ λυπημένη καὶ ὁ ἴδιος δὲν
μπορεῖ πιὰ νὰ καταπνίξει τὴν ἐρώτηση ποὺ ἀπειλεῖ νὰ τὸν κάνει
νὰ σκάσει. Ρωτάει λοιπόν: «Μά, τότε, γιατί δὲ βγαίνετε γιὰ
ψάρεμα;»
Ἡ ἀπάντηση, ἁπλὴ καὶ σύντομη: «Γιατί τὸ ἔκανα ἤδη σήμερα, νωρὶς τὸ πρωί.»
«Ἦταν καλὴ ἡ ψαριά;»
«Ἦταν τόσο καλή, ὥστε νὰ μὴ
χρειάζεται νὰ ξαναβγῶ σήμερα. Ἔπιασα τέσσερεις ἀστακοὺς καὶ
σχεδὸν δυὸ ντουζίνες σκουμπριά.» Ὁ ψαράς, ξύπνιος πλέον γιὰ τὰ
καλά, παίρνει θάρρος καὶ χτυπάει στὴν πλάτη τὸν τουρίστα, τοῦ
ὁποίου ἡ ἔκφραση τοῦ φαίνεται ἔνδειξη ἀχρείαστης μέν,
συγκινητικῆς δὲ ἔγνοιας.
«Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, αὐτὰ
φτάνουν καὶ γι’ αὔριο καὶ γιὰ μεθαύριο» λέει ὁ ψαράς, γιὰ νὰ
εὐθυμήσει λιγάκι τὸν ξένο. «Νὰ σᾶς κεράσω ἀπ’ τὰ δικά μου;»
«Ναί, θὰ καπνίσω ἕνα, εὐχαριστῶ», ἀπαντᾶ ὁ τουρίστας.
Τὰ τσιγάρα βρίσκονται στὰ
στόματα, ἀκούγεται ἕνα πέμπτο κλὶκ καὶ ὁ τουρίστας καθίζει
στὸ χεῖλος τῆς βάρκας κουνώντας τὸ κεφάλι. Ὕστερα ἀφήνει τὴ
μηχανὴ στὴν ἄκρη, ὥστε νὰ ἔχει καὶ τὰ δυό του χέρια ἐλεύθερα,
πράγμα ἀπαραίτητο προκειμένου νὰ δώσει στὰ λεγόμενά του
μεγαλύτερη βαρύτητα.
«Δὲ θέλω ν’ ἀναμειχθῶ στὶς
προσωπικές σας ὑποθέσεις», ξεκινᾶ, «ἀλλὰ φανταστεῖτε νὰ
βγαίνατε γιὰ ψάρεμα σήμερα καὶ δυὸ καὶ τρεῖς, ἴσως καὶ
τέσσερις φορές, πιάνοντας τρεῖς, τέσσερις, πέντε, ἴσως ἀκόμα
καὶ δέκα ντουζίνες σκουμπριά. Μόνο αὐτὸ σᾶς λέω, φανταστεῖτε
το!» Ὁ ψαρὰς γνέφει μὲ τὸ κεφάλι.
«Κι ὄχι μόνο σήμερα»
συνεχίζει ὁ τουρίστας, «ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ καὶ αὔριο καὶ
μεθαύριο, ναί, κάθε μέρα, εὐνοϊκὴ γιὰ τὸ ψάρεμα, θὰ
πηγαίνατε δυό, τρεῖς ἴσως καὶ τέσσερις φορὲς γιὰ ψάρεμα.
Ξέρετε τί θὰ γινόταν;» Ὁ ψαρὰς κουνάει ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι.
«Τὸ ἀργότερο σὲ ἕναν χρόνο
θὰ μπορούσατε νὰ ἀγοράσετε μηχανὴ γιὰ τὴ βάρκα, σὲ δυὸ
χρόνια μιὰ δεύτερη βάρκα, σὲ τρία ἢ τέσσερα χρόνια θὰ
μπορούσατε ἴσως ν’ ἀγοράσετε μεγαλύτερο καΐκι, μὲ δυὸ
βάρκες ἢ ἕνα καΐκι θὰ εἴχατε φυσικὰ μεγαλύτερες ψαριές,
μιὰ μέρα θὰ εἴχατε δυὸ καΐκια, θά…» Ἀπὸ τὸν τόσο ἐνθουσιασμὸ
χάθηκε πρὸς στιγμὴν ἡ φωνή του, ἀλλὰ τὸ ξεπέρασε καὶ
συνέχισε: «Θὰ χτίζατε μία μικρὴ ἀποθήκη μὲ δικά σας ψυγεῖα,
ἴσως μετὰ μιὰ βιοτεχνία γιὰ καπνιστὰ ψάρια, ἀργότερα γιὰ
παστά, θὰ πετούσατε τριγύρω μὲ τὸ ἰδιωτικό σας ἑλικόπτερο
γιὰ νὰ ἐντοπίσετε τὰ κοπάδια ψαριῶν καὶ νὰ ἐνημερώσετε μὲ
ἀσύρματο τὰ καΐκια σας ποῦ νὰ τὰ βροῦν, θὰ μπορούσατε ν’
ἀποκτήσετε ἀποκλειστικὰ δικαιώματα γιὰ τὸ σολομὸ καὶ ν’
ἀνοίξετε ἑστιατόριο, νὰ ἐξάγετε ἀστακοὺς στὴ Γαλλία χωρὶς
διαμεσολαβητὲς ἐμπόρους, μετά…» καὶ πάλι χάθηκε ἡ φωνή του
ἀπὸ τὸ μεγάλο του ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴ φόρα ποὺ εἶχε πάρει.
Κουνώντας τὸ κεφάλι,
αἰσθανόμενος μιὰ θλίψη ὣς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του καὶ τὴ χαρὰ τῶν
διακοπῶν του νὰ ἔχει πάει περίπατο, κοιτάζοντας νοσταλγικὰ
τὸ νερὸ νὰ κυλάει εἰρηνικά, τὸ ἴδιο νερὸ ὅπου χαριτωμένα
χοροπηδοῦν τὰ ἐλεύθερα ψάρια, προσπαθεῖ νὰ συνεχίσει: «Καὶ
τότε…» Ποῦ ν’ ἀρθρώσει ὅμως λέξη παραπέρα, μὲς στὴν τόση
συγκίνηση.
Ὁ ψαρὰς τὸν χτυπᾶ στὴν πλάτη ὅπως χτυποῦμε τὰ παιδιὰ ὅταν στραβοκαταπιοῦν.
«Τότε τί;» ρωτάει σιγανά.
«Τότε», λέει ὁ τουρίστας μὲ
ἀνείπωτο ἐνθουσιασμό, «τότε θὰ μπορούσατε νὰ κάθεστε
ἥσυχος ἐδῶ στὸ λιμάνι, νὰ χουζουρεύετε στὸν ἥλιο καὶ ν’
ἀγναντεύετε τὴ θάλασσα.»
«Μὰ αὐτὸ ἀκριβῶς κάνω καὶ
τώρα», ἀπαντᾶ ὁ ψαράς, «κάθομαι ἥσυχος στὸ λιμάνι καὶ
χουζουρεύω. Τὸ ‘κλίκ’ σας μόνο μ’ ἐνόχλησε.»
Ἔχοντας πάρει πλέον τὸ
μάθημά του, ὁ τουρίστας ἔφυγε σκεπτικός. Βλέπετε, πρὶν
πίστευε κι ὁ ἴδιος ὅτι δούλευε, προκειμένου μιὰ μέρα νὰ
μπορεῖ νὰ μὴ δουλεύει. Ἔτσι, δὲν ἔμεινε μέσα του οὔτε ἴχνος
συμπόνιας γιὰ τὸ φτωχοντυμένο ψαρά· μόνο μιὰ μικρὴ δόση
ζήλειας.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου