1/1/10

Cuando una boca suave boca dormida besa...



Idea Vilariño

Σαν χείλη απαλά χείλη κοιμώμενα φιλήσουν...


Σαν χείλη απαλά χείλη κοιμώμενα φιλήσουν,
ωσάν πεθαίνοντας τότε,
κάποτε, πιο πέρα κι απ’ τα χείλη φτάνοντας
και καθώς τα βλέφαρα από τον πόθο ξεχειλίζουνε και πέφτουν,
τόσο αθόρυβα όσο ο αέρας το επιτρέπει,
η σάρκα, με τη μεταξένια θέρμη της, νύχτες ζητάει∙
και τα κοιμώμενα χείλη
μες στην ανείπωτη ηδονή τους, εξίσου, νύχτες ζητούν.

Νύχτες, νύχτες σιωπηλές, με σκοτεινά βελούδινα φεγγάρια,
νύχτες ατέλειωτες, φιλήδονες νύχτες, από φτερουγίσματα διάτρητες,
μες στον αέρα που γίνεται χέρια, έρωτας, στοργή,
νύχτες ωσάν από πανιά κι από κατάρτια…

Τότε είναι, στο ύψιστο πάθος, όπου αυτός που φιλά
ξέρει –και πώς ξέρει!– τα πάντα, ακατάπαυστα, και βλέπει πώς τώρα
ο κόσμος με θαύμα μοιάζει μακρινό,
πώς τα χείλη ανοίγουν πιο βαθύ ακόμη το θέρος,
πώς ο νους παραλύει,
και πώς φτάνει κι αυτός ο ίδιος να ξεχνιέται μες στο φιλί
ενώ άνεμος παθιασμένος τους κροτάφους του γυμνώνει∙
τότε είναι, στο φιλί απάνω, που τα βλέφαρα αργοπέφτουν
κι ο αέρας φτερουγίζει με μια ανάσα ζωής,
και περισσότερο αναριγά
αυτό που δεν είναι αέρας: η φλεγόμενη δέσμη των μαλλιών,
η φωνή που γίνεται βελούδο και, άλλοτε,
οι οπτασίες νεκρών που αιωρούνται.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

Περιοδικό Ποέτικα - Δεκέμβριος 2009

************************

Cuando una boca suave boca dormida besa

Cuando una boca suave boca dormida besa
como muriendo entonces,
a veces, cuando llega más allá de los labios
y los párpados caen colmados de deseo
tan silenciosamente como consiente el aire,
la piel con su sedosa tibieza pide noches
y la boca besada
en su inefable goce pide noches, también.

Ah, noches silenciosas, de oscuras lunas suaves,
noches largas, suntuosas, cruzadas de palomas,
en un aire hecho manos, amor, ternura dada,
noches como navíos...

Es entonces, en la alta pasión, cuando el que besa
sabe ah, demasiado, sin tregua, y ve que ahora
el mundo le deviene un milagro lejano,
que le abren los labios aún hondos estíos,
que su conciencia abdica,
que está por fin él mismo olvidado en el beso
y un viento apasionado le desnuda las sienes,
es entonces, al beso, que descienden los párpados,
y se estremece el aire con un dejo de vida,
y se estremece aún
lo que no es aire, el haz ardiente del cabello,
el terciopelo ahora de la voz, y, a veces,
la ilusión ya poblada de muertes en suspenso.

Δεν υπάρχουν σχόλια: